μεταλλουργός

μεταλλουργός
ο
1. ο εργάτης των μεταλλείων, ο τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα.
2. ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταλλουργός — ο (Α μεταλλουργός) αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος νεοελλ. 1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα 2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + ουργός*] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργοῖς — μεταλλουργός miner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλουργοί — μεταλλουργός miner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλουργῶν — μεταλλουργός miner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Metallurgy — Georg Agricola, author of De re metallica, an important early book on metal extraction Metallurgy is a domain of materials science that studies the physical and chemical behavior of metallic elements, their intermetallic compounds, and their… …   Wikipedia

  • Metalurgia — (Del lat. metallum, metal + gr. ergon , trabajo.) ► sustantivo femenino 1 METALURGIA Conjunto de procedimientos y técnicas de extracción, elaboración y tratamiento de los metales y sus aleaciones. 2 INDUSTRIA Conjunto de industrias, en especial… …   Enciclopedia Universal

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μαντεμτζής — ο ιδιοκτήτης μεταλλείου, μεταλλουργός, μεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντέμι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής, τζαμ τζής)] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”